κηρυκευτικός

κηρυκευτικός
-ή, -ό [κηρυκεύω]
1. αυτός που αναφέρεται στον κήρυκα
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρυκευτικό
α) σήμα εχθρικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει ανώτερος αξιωματικός για έναρξη διαπραγματεύσεων με τον αντίπαλο
β) το πλοίο που φέρει αυτό το σήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”